- εγκαθηλώνω
- [-ώ (ο )] μετ.1) приколачивать, прибивать; 2) перен. пригвождать; приковывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκαθηλώνω — (AM ἐγκαθηλῶ, όω) καρφώνω κάπου νεοελλ. κρατώ κάποιον ακίνητο … Dictionary of Greek